- βλεννώδης
- ης, ες слизистый, похожий на слизь
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
Νέα ελληνική-Ρωσικά λεξικό. И.П. Хориков, М.Г. Малев. 1980.
βλεννώδης — slimy masc/fem acc pl (attic epic doric) βλεννώδης slimy masc/fem nom/voc pl (doric aeolic) βλεννώδης slimy masc/fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεννώδης — ες (Α βλεννώδης) [βλέννα] 1. όμοιος με βλέννα 2. ανατομικό ή παθολογοανατομικό στοιχείο που έχει τη μορφή βλέννας ή παράγει βλέννα … Dictionary of Greek
βλεννώδης, -ης, -ες — γεν. ους, αιτ. η, πληθ. ουδ. η, αυτός που έχει βλέννες ή μοιάζει με βλέννα: Ο γιατρός μού έδωσε μια βλεννώδη ουσία για να αλείψω στο έγκαυμά μου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
βλεννώδη — βλεννώδης slimy neut nom/voc/acc pl (attic epic doric) βλεννώδης slimy masc/fem/neut nom/voc/acc dual (doric aeolic) βλεννώδης slimy masc/fem acc sg (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεννῶδες — βλεννώδης slimy masc/fem voc sg βλεννώδης slimy neut nom/voc/acc sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεννώδεα — βλεννώδης slimy neut nom/voc/acc pl (epic ionic) βλεννώδης slimy masc/fem acc sg (epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
βλεννώδεις — βλεννώδης slimy masc/fem acc pl βλεννώδης slimy masc/fem nom/voc pl (attic epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
λευκόρροια — Βλεννώδης ή βλεννοπυώδης έκκριση από το γυναικείο αιδοίο. Είναι λειτουργικό σύμπτωμα το οποίο παρατηρείται σε διάφορες παθήσεις του κόλπου, του τραχήλου, της μήτρας και σπανιότερα των σάλπιγγων. Είναι δυνατόν να οφείλεται σε φλεγμονή, όγκο ή… … Dictionary of Greek
άγαρ — Βλεννώδης ουσία που αποτελείται κυρίως από πολυσακχαρίτες και εξάγεται από θαλάσσια ερυθροφύκη. Τα ερυθροφύκη αυτά αφθονούν στην Καλιφόρνια και την Ιαπωνία. To ά., αν και δεν διαλύεται στο κρύο νερό, προσροφά μεγάλη ποσότητα, φτάνοντας στο… … Dictionary of Greek
βλεννωδῶν — βλεννώδης slimy masc/fem/neut gen pl (attic epic doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
μύσσομαι — (Α) φυσώ τη μύτη, βγάζω τη μύξα («μύσσονται δὲ οὐδέν», Ιπποκρ.). [ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. μύσσομαι (< *μυκ jω) απ όπου κατά μια ετυμολογία παράγεται και το νεώτ. μύτη βλ. λ. ανάγεται σε ΙΕ ρίζα *(s)meu k / *(s)meu g με αρχική σημ. «μαλακός», απ όπου… … Dictionary of Greek